μονοκέλης

μονοκέλης
μονο-κέλης, ητος, ὁ, einzelnes Rennpferd

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονοκέλης — (ΑΜ, Α ιων. τ. μουνοκέλης, ό) μονάμπυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κέλης «ίππος»] …   Dictionary of Greek

  • μουνοκέλητι — μονοκέλης single horse masc dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μουνοκέλης — μουνοκέλης, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. μονοκέλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”